@ρχειομνήμων - Ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αρχειακών δεδομένων

Ελληνικά English Français
Σελιδοδείκτης:(+)(-)


ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ
Πλοήγηση [Φορέας] GRGSA-CSA
Κεντρική Υπηρεσία Γ.Α.Κ.
Πλοήγηση [Αρχείο] GRGSA-CSA_PAO007.03
Αρχείο Στρατιωτικού Λογιστηρίου  [1833 - 1863]

ΚορυφήΠΕΔΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Κωδικός αναγνώρισης: GRGSA-CSA_PAO007.03

Τίτλος: Αρχείο Στρατιωτικού Λογιστηρίου

Χρονολογίες: 1833 - 1863

Επίπεδο περιγραφής: Αρχείο

Μέγεθος και υπόστρωμα της ενότητας περιγραφής: 300 κυτία, 459 φάκελοι, 30 κατάστιχα

ΚορυφήΠΕΔΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Όνομα του παραγωγού: Υπουργείο Στρατιωτικών (περίοδος Όθωνα), Στρατιωτικό Λογιστήριο

Διοικητική Ιστορία / Βιογραφικό Σημείωμα:

Στρατιωτικό Λογιστήριο

Μετά από πρόταση της Γραμματείας Στρατιωτικών και απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αποφασίστηκε την 1η/13η Ιουνίου 1834 η σύσταση του Στρατιωτικού Λογιστηρίου ως Τμήματος της Γραμματείας Στρατιωτικών. Πρόεδρός του είναι ο Διευθυντής του Β΄ Τμήματος της Γραμματείας. Το Τμήμα στελεχώνουν: ένας επιστάτης των βιβλίων, τρεις επεξεργαστές λογαριασμών και επιθεωρητές και ένας λογιστής. Αρμοδιότητες του Λογιστηρίου είναι να προεπεξεργάζεται όλους τους λογαριασμούς των στρατευμάτων, να φροντίζει να αναγράφονται στα βιβλία οι χρηματικές εργασίες των σωμάτων, να κάνει απολογισμούς καθώς και συνόψεις λογαριασμών. Το Ελεγκτικό Συνέδριο επεξεργάζεται και ελέγχει τους λογαριασμούς αυτούς καθώς και τα βιβλία που κρατά το Λογιστήριο. Τα έξοδα του γραφείου συμπεριλαμβάνονται στα έξοδα της Γραμματείας Στρατιωτικών. Το διάταγμα «περί διαιρέσεως του στρατιωτικού λογιστηρίου» της 7ης Φεβρουαρίου 1850 προέβλεπε την απαλλαγή του Διευθυντή του Β’ Τμήματος της Γραμματείας επί των Στρατιωτικών από την θέση του προέδρου του Στρατιωτικού Λογιστηρίου και την ανάθεση της Διεύθυνσης σε οικονομικό αξιωματικό.

Γραμματεία των Στρατιωτικών

Στο διάταγμα της 1ης/13ης Ιουνίου 1834 για την ίδρυση του Στρατιωτικού Λογιστηρίου ορίζεται ότι τα έξοδα του Λογιστηρίου συμπεριλαμβάνονται στα έξοδα του Γραφείου της Γραμματείας. Το Γραφείο έχει υπό την αρμοδιότητά του την μισθοδοσία των υπαλλήλων της Γραμματείας Στρατιωτικών και τα της γραφική ύλης και άλλα έξοδα που καλύπτουν τις ανάγκες της Γραμματείας. Η πληρωμή των λογαριασμών του Γραφείου εκτελείται με χρήματα του ταμείου Φρουραρχείου Αθηνών.

Στρατοδικεία

Με τον Νόμο της 2ης/14ης Ιουνίου 1833 αποφασίζεται να δικάζονται στα στρατιωτικά δικαστήρια τα κοινά πταίσματα και εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν από στρατιωτικούς ή υπαλλήλους του στρατού. Με τον Νόμο «περί εκτάκτου στρατιωτικής δίκης» της 5ης/17ης Σεπτεμβρίου 1833 προβλέπεται η ίδρυση εκτάκτων στρατοδικείων σε περιπτώσεις αποστασίας και δράσης συμμοριών που διαπράττουν φόνους, ληστείες και πειρατείες με διαστάσεις μεγαλύτερες του συνηθισμένου. Τα μέλη των στρατοδικείων είναι τέσσερα, δύο από τα ποινικά δικαστήρια και δύο από το στρατό, ο διορισμός των οποίων γίνεται με απόφαση του Βασιλιά ή, σε έκτακτες περιπτώσεις που απαιτούσαν γρήγορη δράση, του Νομάρχη. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εκτελούνται άμεσα. Ο Νόμος της 16ης/28ης Οκτωβρίου 1836 ορίζει ότι οι αποφάσεις των στρατοδικείων αποστέλλονται στη Γραμματεία των Στρατιωτικών ενώ μετά από είκοσι ημέρες το αργότερο γίνεται η καθαίρεση του καταδικασθέντος και εκτελείται η απόφαση του δικαστηρίου. Η ίδρυση και μετέπειτα η διάλυση των εκτάκτων αυτών στρατοδικείων σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου είναι συχνό φαινόμενο. Στρατοδικεία συστήνονται το έτος 1838 στην Λαμία και το Μεσολόγγι, στην Ύδρα, στην Πελοπόννησο με έδρα την Καρύταινα και το έτος 1840 στην Τρίπολη. Σε έκθεση με τίτλο «περί διοργανισμού των στρατοδικείων» το 1846 αναφέρεται ότι αλλάζει η σύνθεση των στρατοδικείων σε επτά μέλη τα οποία διορίζονται από την Γραμματεία. Λειτουργούν και στρατοδικεία σε φρούρια τα οποία συστήνονται από τον ανώτερο διοικητή του φρουρίου, ο οποίος διορίζει τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της φρουράς ως μέλη.

Γενικός επιθεωρητής

Με το διάταγμα της 9ης/21ης Φεβρουαρίου 1833 διορίζεται Γενικός Επιθεωρητής όλων των στρατευμάτων, ο οποίος δίνει αναφορά στον επί των Στρατιωτικών Γραμματέα της Επικρατείας. Ο Γενικός Επιθεωρητής είναι, μετά τον Γραμματέα, ο πρώτος τη τάξει υπεύθυνος για την οργάνωση και λειτουργία του Στρατού. Είναι πρόεδρος της επιτροπής που εξετάζει τα δικαιώματα των υποψηφίων στρατιωτικών που επιδιώκουν την κατάταξη στον τακτικό στρατό. Άλλο σημαντικό καθήκον του είναι η διεξαγωγή επιθεωρήσεων των ταγμάτων, ιλών και λόχων δύο φορές ετησίως. Στις επιθεωρήσεις αυτές ελέγχει την κατάσταση του οπλισμού, ιματισμού και λοιπού υλικού καθώς και το πνεύμα και την πειθαρχία των στρατευμάτων. Τέλος, υποβάλλει αναφορές και προτάσεις στην Γραμματεία των Στρατιωτικών. Ο θεσμός καταργείται το 1861.

Γενικοί επιτελείς

Για την επιτελική εργασία στην Γραμματεία των Στρατιωτικών δημιουργείται το Σώμα Επιτελών, το οποίο συστήνεται βάσει Διατάγματος την 1η/13η Δεκεμβρίου 1833. Στο σώμα διορίζονται τρεις λοχαγοί, οι προβιβασθέντες υπολοχαγοί του Πυροβολικού Σώματος Σκαρλάτος Σούτσος, Γοτφρείδος Μαυερχόφερ και Α.Γιόχμους με επικεφαλής τον Άγγλο συνταγματάρχη Τόμας Γκόρντον. Σύμφωνα με το νέο Οργανισμό του Στρατού της 13ης/25ης Ιανουαρίου 1836 οι επιτελείς αυξάνονται σε έξι: έναν ταγματάρχης, τρεις λοχαγοί- δύο των οποίων στελεχώνουν τα Γενικά Αρχηγεία Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος- και δύο υπολοχαγοί. Το 1861 εκδίδεται ο Νόμος «περί οργανισμού του Σώματος των Γενικών Επιτελών και περί ενασχολήσεως των αξιωματικών αυτού» με τον οποίον ορίζεται η οργανική δύναμη του Σώματος, οι υπηρεσίες και τα προσόντα των Επιτελών.

Νομοεπιθεωρητές

Με το ΒΔ της 25ης Ιανουαρίου 1834 τοποθετείται σε κάθε νομό ένας συνταγματάρχης ως επόπτης των στρατιωτικών δυνάμεων του νομού, ο οποίος έχει και την ευθύνη για την πρόοδο και την πειθαρχία του στρατού. Στο νομό Κυκλάδων διορίζεται αξιωματικός του ναυτικού. Ο θεσμός καταργείται το έτος 1863.

Φρουραρχεία

Με διάταγμα της Αντιβασιλείας «περί Οργανισμού των φρουραρχείων» της 30ης Απριλίου/12ης Μαΐου 1834 ορίζεται ότι τα φρούρια και οι πόλεις που χρειάζονται φρουραρχεία κατατάσσονται σε τρεις τάξεις. Αναφέρεται επίσης το προσωπικό -ανάλογα με την τάξη στην οποία εμπίπτει το φρούριο- καθώς και οι αποδοχές και μισθοί του προσωπικού. Επίσης, υπάρχει ο κανονισμός του φρουράρχου της περιοχής Ναυπλίου, έγγραφο του Φεβρουάριου του 1833 στα γερμανικά, όπου αναφέρονται τα καθήκοντά του όπως αυτά θεσπίζονται στον Νόμο της 21ης Δεκεμβρίου 1828 «περί των φρουράρχων». Για ο,τιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό ισχύουν οι γαλλικές διατάξεις για τον κανονισμό της υπηρεσίας Πόλεων και Φρουρίων. Σε άλλο διάταγμα της 13ης/25ης Ιανουαρίου 1836 υπαγορεύεται ότι τα φρουραρχεία, εκτός των Αθηνών και Ναυπλίου, παύουν να λειτουργούν και τη διοίκηση εκεί αναλαμβάνουν οι προσωρινοί ή μόνιμοι διοικητές των σωμάτων. Το Παλαμίδι και το φρούριο Ακροναυπλίας θα διοικούνται από δύο υπολοχαγούς αντί των δύο λοχαγών. Με το διάταγμα «περί νέου σχηματισμού των φρουραρχείων» της 9ης/21ης Ιουνίου 1843 θεσπίζεται νέος οργανισμός με νέα διαίρεση και αριθμό φρουραρχείων. Τα φρουραρχεία χωρίζονται σε τρεις τάξεις ανάλογα με την σημασία, το μέγεθος και τη θέση τους. Στην α’ τάξη ανήκουν τα φρούρια Αθηνών, Πειραιά και Ναυπλίου (Μπούρτζι και Παλαμίδι) και φρούραρχος προβλέπεται ένας συνταγματάρχης του Στρατού. Στην β’ τάξη ανήκουν τα φρούρια της Χαλκίδας (Καράβαβας), Λαμίας (Ακρολαμία), Μεσολογγίου, Πατρών, Πύλου, Καλαμάτας, Σπάρτης και Τριπόλεως, φρούραρχος των οποίων προβλέπεται ένας αντισυνταγματάρχης. Φρουραρχεία γ’ τάξεως είναι τα Βονίτζης, Αγρινίου, Ναυπάκτου, Ρίου-Αντιρρίου, Μεθώνης, Αρεόπολης, Γυθείου, Επιδαύρου Λιμηράς, Άργους και Ακροκορίνθου στα οποία προβλέπεται ως φρούραρχος λογαχός α’ και β’ τάξεως. Λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών της εποχής ειδικό προσωπικό φρουραρχείου αποφασίζεται ότι θα βρίσκεται μόνο στα φρουραρχεία Αθηνών, Ναυπλίου (Παλαμίδι) και Ρίου-Αντιρρίου.
Το συμπληρωματικό διάταγμα «περί διαλύσεως φρουραρχείων» της 21ης Ιουνίου/3ης Ιουλίου 1843 ορίζει ότι το φρουραρχικό προσωπικό Πειραιώς, Χαλκίδος, Λαμίας, Βονίτζης, Μεσολογγίου, Πατρών, Πύλου, Μεθώνης, Τριπόλεως, Μονεμβάσιας, Ακροναυπλίας, Ακροκορίνθου και Παλαμιδίου διαλύεται. Με την αλλαγή σχηματισμού που ψηφίστηκε σε Νόμο την 23η Φεβρουαρίου 1844 τα μόνιμα φρούρια που διατηρούν ιδιαίτερο προσωπικό είναι τα φρουραρχεία Αθηνών, Ναυπλίας, Ρίου και Αντιρρίου. Στα υπόλοιπα την υπηρεσία του φρουράρχου εκτελεί ο αξιωματικός που διοικεί το απόσπασμα.

Επιτελείς φρουρίων

Σύμφωνα με το τρίτο μέρος του στρατιωτικού Οργανισμού του 1828 «περί φρουράρχων» ο αξιωματικός που αναλαμβάνει καθήκοντα φρουράρχου σε σημαντικό φρούριο θεωρείται ανώτερος αξιωματικός και ο διορισμός του πραγματοποιείται από την Κυβέρνηση. Ο φρούραρχος ασχολείται με τις θέσεις των φρουρών και των φυλάκων, τις ημερήσιες και νυχτερινές εφόδους τους, το ωράριο ανοίγματος και κλεισίματος των θυρών, την επίδοση συνθημάτων. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνονται επίσης η τήρηση καταλόγων για το υλικό του πυροβολικού και τα τρόφιμα, ο έλεγχος των πολεμικών κτιρίων, των οικοδομών, των στρατιωτών, των αποθηκών. Κάθε μήνα υποβάλλει αναφορές για την δύναμη της φρουράς και τις μεταβολές της καθώς και αναφορές για τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα των αποθηκών.

Σώμα Μηχανικού

Με τον Νόμο της 1ης/13ης Αυγούστου 1833 δημιουργείται το Σώμα Μηχανικού το οποίο στελεχώνεται από τον Διοικητή, έναν Υπασπιστή, δύο Ταγματάρχες, τέσσερις Λοχαγούς, οχτώ Ανθυπολογαχούς, δεκαοχτώ Ανθυπασπιστές, έναν Γραφέα και δύο λόχους Σκαπανέων (συνολική δύναμη ογδόντα έξι άτομα). Ο Διοικητής τοποθετείται στην Αθήνα ενώ στην πρωτεύουσα κάθε νομού διορίζεται αξιωματικός του Μηχανικού (Νομομηχανικός), καθήκοντα του οποίου είναι οι εργασίες σχεδίασης, κατασκευής και συντήρησης όλων των πολιτικών και στρατιωτικών οικοδομών καθώς και των οδών και γεφυρών. Στο προσωπικό της ευθύνης του συμπεριλαμβάνονται δύο ανώτεροι αξιωματικοί οι οποίοι ελέγχουν τα σχέδια, τους προϋπολογισμούς και τους λογαριασμούς. Η αρμοδιότητα του αξιωματικού του Νομού Ναυπλίας εκτείνεται έως το φρούριο Μονεμβασίας, και εκείνη του αξιωματικού του Νομού Ακαρνανίας έως το φρούριο του Ρίου. Ο αρχηγός του Σώματος Μηχανικού διενεργεί επιθεωρήσεις και σχεδιάζει τις ενέργειες για τις ‘εκθέσεις επεξεργασίας των λογαριασμών’ και τα θέματα πληρωμών των οικοδομών. Οι Σκαπανείς είναι επιφορτισμένοι με τις εργασίες στις οικοδομές. Την 3η Φεβρουαρίου 1834 συγκροτείται και ο τρίτος λόχος σκαπανέων, αποτελούμενος από εκατό άτομα. Ο πρώτος έχει ως έδρα την Αθήνα, ο δεύτερος το Μεσολόγγι και ο τρίτος το Ναύπλιο. Οι λόχοι σχηματίζονται από εργάτες που ανήκαν στα πεζικά τάγματα και μετατίθενται στους σκαπανείς. Επίσης, με το διάταγμα της 4ης/16ης Νοεμβρίου 1834 διορίζονται μαθητευόμενοι σκαπανείς, τριάντα κάθε εκατό άτομα, οι οποίοι εκπαιδεύονται ως κτίστες, λιθοτόμοι, ξυλουργοί και σιδηρουργοί, έχουν μισθό και εκπαίδευση διάρκειας τεσσάρων ετών. Την 13η/25η Ιανουαρίου 1836 συστήνεται το «επί των στρατιωτικών οικοδομών Τμήμα» το οποίο υπάγεται στην Γραμματεία επί των Στρατιωτικών. Αρμοδιότητά του είναι οι τριγωνομετρικές μετρήσεις, που μέχρι εκείνη την στιγμή γίνονταν από Γάλλους αξιωματικούς, και ο σχηματισμός πόλεων και αποικιών. Το προσωπικό του Τμήματος εργάζεται και στο πολιτικό Τμήμα οικοδομών της Γραμματείας Εσωτερικών. Οι δύο λόχοι των Σκαπανέων τίθενται υπό την Διοίκηση Διλοχίας. Το διάταγμα της 24ης Ιουνίου/6ης Ιουλίου 1838 καθορίζει ότι το Μηχανικό αποτελείται από σώμα επιτελών και ένα λόχο Σκαπανέων, ο δεύτερος λόχος σκαπανέων ενώνεται με τον πρώτο και καταργείται η Διοίκηση της Διλοχίας. Αντί της Διοικήσεως Μηχανικού και της διαλυόμενης Διοικήσεως Σκαπανέων συνιστάται η ‘Επιθεώρησις Μηχανικού’, προϊστάμενος της οποίας είναι ο ανώτερος αξιωματικός του Μηχανικού. Στο ίδιο διάταγμα καθορίζονται οι αρμοδιότητες των επιτελών και των διευθυντών των Διευθύνσεων Μηχανικού. Νόμος που αφορά στο Μηχανικό είναι και εκείνος της 15ης/27ης Ιουλίου 1838, ο οποίος ορίζει ότι η ‘Επιθεώρησις Μηχανικού’ αποτελείται από: α. τη Διοικητική Αρχή των Σκαπανέων και των λοιπών στρατιωτικών του Μηχανικού, β. το Τμήμα Μηχανικού (το πρώην Τμήμα «επί των οικοδομών» της Γραμματείας Στρατιωτικών). Κατά συνέπεια οι Διευθυντές του Μηχανικού αναφέρονται στην Επιθεώρηση για θέματα προσωπικού και στο Τμήμα Οικοδομών για θέματα που αφορούν στρατιωτικά και δημόσια κτίρια. Οι εννιά θέσεις νομομηχανικών καταργούνται και δημιουργούνται οι τέσσερις Διευθύνσεις- Αττικοβοιωτίας Α’ (με έδρα την Αθήνα), Φωκίδας, Φθιώτιδας και Ευρυτανίας Β’ (με έδρα τη Λαμία), Αιτωλοακαρνανίας και Αχαϊοήλιδας Γ’ (με έδρα το Μεσολόγγι) και όλης της Πελοποννήσου πλην της Αχαϊοήλιδας (με έδρα το Ναύπλιο). Το λογιστικό των οικοδομών υπάγεται στην αρμοδιότητα της Γραμματείας των Στρατιωτικών μόνο όταν αποβλέπει στην εξέταση και την επιδιόρθωση των προϋπολογισμών, τις προτάσεις πιστώσεων και τις κοινοποιήσεις στις Διευθύνσεις του Μηχανικού. Οι υπόλοιπες εργασίες που αφορούν στις οικοδομές εκτελούνται από το Β’ Τμήμα της Γραμματείας και το Στρατιωτικό Λογιστήριο. Το Στρατιωτικό Λογιστήριο αναθεωρεί και επιδιορθώνει τους λογαριασμούς, βγάζει τον γενικό λογαριασμό στο τέλος του έτους καθώς και τους μισθούς και τα έξοδα οδοιπορίας των εργατών και των Μηχανικών.

Γενικό αρχηγείο Πελοποννήσου

Τα αρχηγεία σχηματίζονται για να συντονίζουν τις κινήσεις των σωμάτων στρατού τις περιόδους ταραχών και επαναστάσεων. Στο ΒΔ της 13ης/25ης Ιανουαρίου 1836 αναφέρεται ότι τα δύο Γενικά Αρχηγεία Πελοποννήσου και Στερεάς διατηρούνται ως έχουν. Με το ΒΔ της 18ης/30ης Σεπτεμβρίου 1839 το Γενικό Αρχηγείο Πελοποννήσου διαλύεται και τα σώματα στρατού αναφέρονται απευθείας στη Γραμματεία Στρατιωτικών.

Χωροφυλακή

Την 20η Μαΐου/1η Ιουνίου 1833 ιδρύεται με ΒΔ η Χωροφυλακή. Σκοπός της είναι να διαφυλάσσει την κοινή ασφάλεια και να διατηρεί την ισχύ των νόμων. Σχηματίζεται από μέρος των στρατευμάτων του τακτικού στρατού και των ελαφρών ταγμάτων. Η δύναμη της χωροφυλακής ορίζεται σε έναν αρχηγό, μοιράρχους, υπομοιράρχους, ενωμοτάρχες, έναν καταλυματία, έφιππους και πεζούς στρατιώτες. Σε κάθε νομό τοποθετείται μια μοίρα αποτελούμενη από πεζούς και έφιππους αξιωματικούς υπό τις διαταγές του μοιράρχου. Ο όρος ‘χωροφύλακας’ ισχύει για όλους τους βαθμούς. Οι μοίραρχοι τοποθετούνται στις έδρες των νομών του κράτους μαζί με μια μοίρα χωροφυλακής ανάλογης δύναμης. Ο αριθμός του Σώματος ορίζεται στους χίλιους πενήντα εννιά άνδρες. Για να καταταγεί κάποιος στο σώμα της χωροφυλακής έπρεπε να είναι από είκοσι πέντε έως σαράντα ετών και να έχει υπηρετήσει τέσσερα χρόνια τουλάχιστον στον ελληνικό στρατό. Η πρώτη επιλογή έγινε από τους αξιωματικούς του τακτικού στρατού ή από τους πρώην ατάκτους που διέπρεψαν στον Αγώνα και διακρίθηκαν για την γενναιότητα και την διαγωγή τους. Ως ένδειξη ανταμοιβής με το διάταγμα της 30ης Αυγούστου/11ης Σεπτεμβρίου 1834 παραχωρούνται σε κάθε χωροφύλακα για καλλιέργεια και οικοδόμηση δύο στρέμματα γης από τα εθνικά κτήματα καθώς και επτακόσια τρία γραμμάρια αλεύρι για κάθε μέλος της οικογένειας του. Την 19η/31η Μαρτίου 1841 σχηματίστηκαν τέσσερις μοιραρχίες στην Στερεά Ελλάδα: η μοιραρχία στην πρωτεύουσα με έδρα την Αθήνα (στην οποία υπάγονται η διοίκηση της Αττικής και η υποδιοίκηση Μεγαρίδος), η μοιραρχία Παρνασίδος με έδρα την Λειβαδιά (που έχει την διοίκηση Βοιωτίας και Φωκίδος και την υποδιοίκηση Λοκρίδος), η μοιραρχία Φθιώτιδος και Ευρυτανίας με έδρα την Λαμία (που έχει την διοίκηση Φθιώτιδος και Ευρυτανίας) και η μοιραρχία Ακαρνανίας και Αιτωλίας με έδρα το Μεσολόγγι (που περιλαμβάνει τις διοικήσεις Ακαρνανίας και Αιτωλίας και την υποδιοίκηση Τριχωνίας). Με διάταγμα της 9ης Νοεμβρίου 1843 διορίζονται υποεπιθεωρητές τους οποίους στέλνει ο αρχηγός της χωροφυλακής για επιθεωρήσεις στο Σώμα. Στις 7 Φεβρουαρίου 1846 καταργείται η διαίρεση της Στερεάς Ελλάδος σε μοιραρχίες.

Πεζικό της γραμμής

Το πεζικό ιδρύεται με το διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου 1833, το άρθρο δύο του οποίου προβλέπει τον σχηματισμό οκτώ πεζικών ταγμάτων που έφεραν τους αριθμούς έναν έως οκτώ. Κάθε τάγμα αποτελείται από επιτελείο και έξι λόχους (τέσσερις του κέντρου, έναν επιλέκτων και έναν ευζώνων). Τον Ιανουάριο του 1836 τα οκτώ τάγματα μειώνονται σε τέσσερα και ονομάζονται τάγματα γραμμής. Στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου του 1838 το τέταρτο τάγμα γραμμής διαλύεται. Στο τέλος του έτους 1838 το πεζικό αποτελείται από πέντε τάγματα γραμμής τα οποία με διάταγμα που θεσπίζεται την 9η/21η Ιουνίου του 1843 περιορίζονται σε τέσσερα, δύο της γραμμής και δύο των ακροβολιστών. Ως προς τον νέο σχηματισμό του πεζικού, το κάθε τάγμα γραμμής αποτελείται από επιτελείο και οκτώ λόχους- έναν λόχο επιλέκτων, έναν ευζώνων και έξι οπλιτών του κέντρου- ενώ το τάγμα ακροβολιστών από επιτελείο και τέσσερις λόχους- έναν λόχο εκλεκτών και τριών ακροβολιστών. Στο ίδιο διάταγμα ορίζεται και η τοποθέτηση και κατάλυση των μονάδων του πεζικού (οι επιτελείς ανά τάγμα πεζικού τοποθετούνται στην Αθήνα και το Ναύπλιο και οι επιτελείς ανά τάγμα ακροβολιστών στο Μεσολόγγι και το Νεόκαστρο.
Με το διάταγμα της 12ης Αυγούστου 1854 ορίζεται ότι τα πεζικά τάγματα τρία και τέσσερα (ακροβολιστών) θα αποτελούνται από επιτελείς και έξι λόχους το καθένα.

Ελαφρύ Πεζικό

Το πεζικό ιδρύεται με το διάταγμα «περί διοργανισμού του Στρατιωτικού» της 25ης Φεβρουαρίου/9ης Μαρτίου 1833 και με δεύτερο διάταγμα της 14ης/26ης Μαρτίου του 1833 οργανώνονται και δέκα τάγματα ακροβολιστών, καθένα από τα οποία αποτελείται από επιτελείο και τέσσερις λόχους. Πρόκειται για σώματα τα οποία επανδρώνονται από Έλληνες στρατιωτικούς των διαλυθέντων ατάκτων στρατευμάτων και μέχρι το 1836 αποτελούν ιδιαίτερο σώμα του πεζικού. Τον Ιανουάριο του 1836 συγχωνεύονται σε τέσσερα ελαφρά τάγματα, το καθένα από τα οποία αποτελείται από επιτελείο και έξι λόχους. Την 20η Ιουνίου/2η Ιουλίου του 1838 τα τέσσερα ελαφρά γίνονται δύο τάγματα γραμμής, το πρώτο τάγμα (Αθήνα) ενώνεται με το δεύτερο (Μεσολόγγι) και το τέταρτο τάγμα ενώνεται με το τρίτο τάγμα (Μάνης).

Πυροβολικό

Με ΒΔ της 25ης Φεβρουαρίου 1833 θεσπίζεται το Πυροβολικό σώμα, η δύναμη του οποίου είναι έξι λόχοι Πυροβολικού, ένας λόχος ζευγιτών και ένας λόχος τεχνιτών. Από το ίδιο έτος ξεκινά μια σειρά τροποποιήσεων του οργανισμού που καταλήγει στη θέσπιση νέου διατάγματος την 29ης Ιουλίου/10η Αυγούστου 1833, σύμφωνα με το οποίο συστήνεται Διοίκηση του Πυροβολικού με προσωπικό έναν υπασπιστή λοχαγό ή υπολοχαγό, ένα λογιστή και τον Διοικητή του Πυροβολικού. Υπό τις διαταγές του Διοικητή του Σώματος βρίσκονται ο Διοικητής του τάγματος του Πυροβολικού και η Διεύθυνση του Κεντρικού Οπλοστασίου. Ο Διοικητής του Πυροβολικού έχει υπό τον έλεγχό του τους έξι λόχους του Πυροβολικού και τον λόχο ζευγιτών. Η Διεύθυνση του Κεντρικού Οπλοστασίου έχει υπό την επίβλεψή της τον λόχο τεχνητών, το οπλοστάσιο και όλα τα εργοστάσια του πυροβολικού δηλαδή νιτροποιεία, πυριτοποιεία, τεχνουργεία και όλες τις Διευθύνσεις των Οπλοστασίων. Την 13η/25η Ιανουαρίου του 1836 το τάγμα περιορίζεται σε τέσσερις λόχους πυροβολικού αντί πέντε και ένα λόχο ζευγιτών ενώ οι λόχοι τεχνητών αυξάνονται σε δύο. Την 1η/13η Ιουλίου 1838 με διάταγμα ορίζεται ότι οι δύο λόχοι τεχνητών συμπτύσσονται σε ένα. Σε διάταγμα «περί νέου σχηματισμού του Πυροβολικού» της 9ης/21ης Ιουνίου 1843 καθορίζεται η νέα δομή του Πυροβολικού, το οποίο χωρίζεται σε πεδινό και ορεινό. Ο λόχος ζευγιτών διαλύεται και οι άνδρες του εντάσσονται αναλογικά στην πεδινή και ορεινή κανονοστοιχεία. Το προσωπικό του πεδινού οργανώνεται σε έναν λόχο με δύναμη αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, ενώ το ορεινό σε δύο λόχους και ανάλογη δύναμη. Οι τρεις παραπάνω λόχοι οργανώνονται στο Τμήμα που ονομάστηκε ‘Μοίρα πυροβολικού’ με έδρα διοίκησης το Ναύπλιο μέχρι το 1850.
Τέλος, την 6η/18η Ιουλίου 1843 με το διάταγμα «περί νέου σχηματισμού του Οπλοστασίου» ορίζεται το προσωπικό του Κεντρικού Οπλοστασίου, των καταστημάτων και της εφορείας υλικού και αποθηκών των πολεμοφοδίων, τμημάτων που υπάγονται στο Κεντρικό Οπλοστάσιο.

Ιππικό

Με το διάταγμα της 28ης Φεβρουαρίου/3ης Μαρτίου 1833 ορίζεται ότι τον στρατό ξηράς συμπληρώνει ένα σύνταγμα λογχοφόρων ιππέων με επιτελείο δύναμης 15 ανδρών και 6 ίλες.
Με διάταγμα της 25ης Ιανουαρίου/6ης Φεβρουαρίου 1838 διαλύεται το Σύνταγμα και σχηματίζονται δύο αυθύπαρκτες Μοίρες ιππικού. Τον Νοέμβριο του 1837 το σύνταγμα διαιρείται σε Α΄ (Αττική) και Β΄ Μοίρα (Αργολίδα) Λογχιστών, καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από επιτελείο και τρεις ίλες. Από την 9η/21η Ιουνίου του 1843 οι 2 Μοίρες συμπτύσσονται. Μια Μοίρα αποτελείται από δύο ίλες, ενώ κάθε ίλη διαιρείται σε δύο ουλαμούς. Τον Σεπτέμβρη του 1852 προστίθεται και τρίτη ίλη.

Λόχος απομάχων

Ο Οργανισμός του Υπουργείου προβλέπει τον σχηματισμό του Λόχου των Απομάχων από το έτος 1828 αλλά το διάταγμα σύστασης υπογράφεται την 27η Ιουλίου/8η Αυγούστου 1833. Στο Λόχο μπορούν να καταταγούν υπαξιωματικοί και στρατιώτες ανίκανοι για μάχιμη υπηρεσία είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω τραυματισμού, οι οποίοι πρέπει να παρουσιαστούν στην εαρινή και φθινοπωρινή επιθεώρηση του στρατού για να κριθούν από τις υγειονομικές επιτροπές. Οι υπηρεσίες που εκτελούν οι απόμαχοι είναι η εσωτερική υπηρεσία του λόχου, η φύλαξη δημοσίων κτιρίων και άλλων υπηρεσιών, η υπηρεσία του αγγελιαφόρου των στρατιωτικών και των πολιτικών αρχών. Ο Λόχος δίνει αναφορά και εκτελεί τις διαταγές του Γενικού Επιθεωρητή του Στρατού. Με Νόμο της 10ης Νοεμβρίου 1850 ο Λόχος μετατίθεται από το φρούριο της Μονεμβασίας στους στρατώνες ιππικού του Άργους. Τέλος, συμπληρωματικές διατάξεις του Νόμου του 1833 δημοσιεύτηκαν και στις 11 Οκτωβρίου 1852.

Εθνοφυλακή

Με το διάταγμα της 16ης/28ης Φεβρουαρίου 1836 και με σκοπό να σταματήσουν οι ληστρικές επιδρομές των συμμοριών, αυξάνεται ο αριθμός των εθνοφυλάκων στις μεθόριες περιοχές σε διακόσιους στρατιώτες. Η στρατολογία και η αρχηγία τους ανατίθεται στους Συνταγματάρχες Κίτσο Τσαβέλλα, Θεόδωρο Γρίβα, Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Ιωάννη Μαμούρη και Τσόγγα (ή Τσόγκα). Τα πέντε σώματα διαιρούνται σε τάγματα και κάθε τάγμα αποτελείται από τέσσερις λόχους. Οι Σπαρτιάτες οι οποίοι αγωνίστηκαν για την αποκατάσταση της τάξης κατά τη διάρκεια των ταραχών της Λακωνίας κέρδισαν σταθερό μισθό και αργότερα, όταν ξεκίνησαν νέα επαναστατικά κινήματα στην Αρκαδία και την Μεσσηνία, έγιναν στρατιώτες της εθνοφυλακής.
Με ΒΔ της 15ης Οκτωβρίου 1843 συστήνεται το Σώμα της Εθνοφυλακής, με έργο ‘τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας και ευταξίας και την υπεράσπιση του θρόνου του Βασιλέως’. Το Σώμα υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλείται να εκπληρώσει έργα στρατιωτικής σημασίας εντός της περιφέρειας ή του δήμου, οπότε και υπάγεται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών αρχών. Δικαίωμα να καταταγούν στην Εθνοφυλακή είχαν όλοι οι Έλληνες πολίτες από είκοσι έως πενήντα ετών, οι οποίοι είχαν ακίνητη περιουσία ή πλήρωναν φόρους. Ο δήμαρχος, με την βοήθεια τεσσάρων μελών του συμβουλίου, συντάσσει κατάλογο και μετά από κλήρωση σχηματίζεται ο κατάλογος της υπηρεσίας κατά κοινότητες. Οι εθνοφύλακες διοικούνται από οδηγούς.

Οροφυλακή

Με το διάταγμα «περί Οργανισμού των οκτώ ταγμάτων της Οροφυλακής» της 25ης Ιανουαρίου/6ης Φεβρουαρίου 1838 συγκροτείται το Σώμα της Οροφυλακής. Οι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί της διαλυόμενης Εθνοφυλακής διορίζονται σε οκτώ τάγματα Οροφυλακής. Τα τάγματα έχουν ως έργο την δημόσια ασφάλεια και την υπεράσπιση των βορείων συνόρων του κράτους. Οι πέντε λόχοι της Εθνοφυλακής διαλύονται και σχηματίζονται το Σώμα Οροφυλακής της Φθιώτιδος, που αποτελείται από τρία ελαφρά τάγματα (1ο-3ο ελαφρύ), το Σώμα Οροφυλακής της Ευρυτανίας, που αποτελείται από άλλα τρία (4ο-6ο ελαφρύ), και το Σώμα Οροφυλακής της Ακαρνανίας από άλλα δύο (7ο και 8ο ελαφρύ).
Την 15η/28η Φεβρουαρίου του 1838 με τον Νόμο «περί εκτελέσεως του περί Οργανισμού της Οροφυλακής» ορίζεται ο σχηματισμός των ταγμάτων, οι όροι κατάταξης (ηλικία κατάταξης από είκοσι πέντε έως πενήντα ετών), η διάρκεια υπηρεσίας των στρατιωτών (διετής τουλάχιστον), ο μισθός και οι αποδοχές τους καθώς και τα τρία αρχηγεία στις έδρες των νομών Φθιώτιδος, Ευρυτανίας και Ακαρνανίας. Την 25η Απριλίου του 1844 συνενώνονται μια ελαφρά διλοχία και ένας ελαφρός λόχος (εκείνος που έχει τον αριθμό τρία και βρίσκεται στην Εύβοια) και σχηματίζουν το ‘παραπληρωματικό σώμα’ της Οροφυλακής. Την 13η Αυγούστου 1845 τα αρχηγεία Φθιώτιδος, Ευρυτανίας και Ακαρνανίας καταργούνται και διαλύονται ενώ τα οκτώ τάγματα εξακολουθούν να υφίστανται υπό την ονομασία ‘Νέο ελαφρύ τάγμα Οροφυλακής’.
Τέλος, με διάταγμα της 12ης Οκτωβρίου 1852 μετασχηματίζονται τα οκτώ ελαφρά τάγματα σε τέσσερα συντάγματα (1ο-4ο), το καθένα από τα οποία έχει δύο τάγματα, και ορίζονται οι επιτελείς τους.

Φάλαγγα

Με διάταγμα του 1833 συστήνεται επιτροπή η οποία εξετάζει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στη διάρκεια του Αγώνα Ανεξαρτησίας οι αξιωματικοί των διαλυθέντων σωμάτων.
Με τα διατάγματα της 18ης/30ης Σεπτεμβρίου και 11ης/23ης Σεπτεμβρίου ιδρύεται το τιμητικό σώμα της φάλαγγας. Σκοπός είναι η αποκατάσταση κατά κάποιο τρόπο των παλαιών αγωνιστών οι οποίοι είναι άνεργοι. Ο Λόχος των αξιωματικών με έδρα την Τρίπολη καθώς και ο Λόχος των Ηπειροσουλιωτών ανήκουν στην φάλαγγα. Η φάλαγγα είναι οργανωμένη σε τετραρχίες και η παραμονή στο Σώμα είναι ‘μέχρι τέλους ζωής’. Όσοι υπερβούν το πεντηκοστό έτος ηλικίας τους μπορούν να ζητήσουν μετάθεση στο Σώμα των απομάχων. Όσοι επιθυμούν να παραμείνουν σε ενεργή υπηρεσία μεταβαίνουν στο σώμα από το οποίο προήλθαν- χωροφυλακή, ελαφριά τάγματα ή εθνοφυλακή- όπου και λαμβάνουν μισθό ίδιο και θέση ανάλογη σε αξία και βαθμό με αυτήν που κατείχαν στην φάλαγγα. Το Σώμα διαιρείται σε δεκατρείς τετραρχίες. Ο ‘αργυρός σταυρός’ συστήνεται ως αριστείο των αξιωματικών της φάλαγγας. Με το διάταγμα της 1ης/13ης Ιανουαρίου 1838 δίνεται η δυνατότητα στους φαλαγγίτες να παραιτηθούν του μισθού τους και αντί αυτού να αποκτήσουν γη (η αξία της γης ήταν ανάλογη του μηνιαίου μισθού). Το κτήμα δεν μπορούσε να εκποιηθεί τα πρώτα τρία χρόνια παρά μόνο μετά από βασιλική άδεια. Επίσης, έχουν την δυνατότητα να αγοράσουν ακίνητα κτήματα σε δημοπρασίες με πίστωση γραμματίου του ελληνικού κράτους. Όσοι από τους φαλαγγίτες δεν επιθυμούν να αποκτήσουν γη και θέλουν να παραμείνουν στο Στρατό συγκεντρώνονται σε τετραρχίες τις οποίες ο Στρατός διαθέτει σύμφωνα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας. Με το διάταγμα της 19ης/31ης Μαρτίου 1843 οι φαλαγγίτες έχουν τρίμηνη προθεσμία για να δηλώσουν την επιθυμία τους για αγοράς γης σύμφωνα με τους ορισμούς του Νόμου της 1ης/13ης Ιανουαρίου 1838.

Αξιωματικοί διαθέσιμοι

Ο αριθμός των αξιωματικών και στρατιωτών που κατατάσσονται σε κάθε σώμα Στρατού μεταβάλλεται ανά έτος, ανάλογα με τις ανάγκες. Οι περισσευούμενοι αξιωματικοί βγαίνουν σε διαθεσιμότητα με χαμηλότερο μισθό.

Επιτροπή ιματισμού

Ο Νόμος της 21ης Αυγούστου 1828 ορίζει ότι οι τακτικοί αξιωματικοί επιδοτούνται κάθε χρόνο για να καλύψουν τις ανάγκες που αφορούν στον ιματισμό τους. Ο αρχηγός του σώματος αναλαμβάνει να συντάξει κατάλογο των αξιωματικών και, εφόσον η Κυβέρνηση εγκρίνει τα ποσά, τα χρήματα δίνονται στο Οικονομικό Συμβούλιο του Σώματος. Με τον νόμο της 25η Φεβρουαρίου/9η Μαρτίου 1833 εκδίδεται ο κανονισμός του ιματισμού, της αποσκευής και του οπλισμού των Βασιλικών Ελληνικών Στρατευμάτων. Με ανάλογους νόμους καθορίζεται η στολή των διαφόρων σωμάτων στρατού (του Μηχανικού με Νόμο της 6ης Ιουλίου 1833, της χωροφυλακής με Νόμο της 20ης Μαΐου/1ης Ιουνίου 1833, των στρατιωτικών ιατρών και φαρμακοποιών με Νόμο της 13ης Νοεμβρίου 1833, του πεζικού με Νόμο της 2ης Αυγούστου 1835). Οι προμήθειες των εργοστασίων με τα ενδύματα και τον εξοπλισμό κατάλυσης και εκστρατείας καταλήγουν στην κεντρική αποθήκη. Με το διάταγμα της 10ης/22ης Ιουνίου 1834 «περί διοργανώσεως της υπηρεσίας της επιτροπής ιματισμού του στρατού» ορίζεται το προσωπικό της επιτροπής και προτείνονται συγκεκριμένα άτομα. Ο Νόμος της 15ης/28ης Ιανουαρίου 1836 ορίζει ότι το προσωπικό της επιτροπής που ασχολείται με τους λογαριασμούς πρέπει να σχηματίζεται από αξιωματικούς αποσπασμένους από τα στρατεύματά τους και προτείνει την ένωση της επιτροπής με την Διεύθυνση του Κεντρικού Οπλοστασίου. Το 1838 ορίζεται με Διάταγμα ότι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες πρέπει να φορούν την στολή του Σώματός τους χωρίς αυθαίρετες τροποποιήσεις. Σε περίπτωση μετάταξης από ένα Σώμα σε άλλο η στολή προσαρμόζεται με εξαίρεση τις μετακινήσεις στα Σώματα Πεζικού της Γραμμής και Ελαφρύ Πεζικού. Τέλος, με μια σειρά διαταγμάτων των ετών 1851 και 1852 καθορίζονται οι στολές των αξιωματικών των διαφόρων Σωμάτων.

Σχολή Ευελπίδων

Στο Δ’ μέρος του Οργανισμού του Στρατού («περί των Ευελπίδων») που κυκλοφόρησε το 1828 σκιαγραφείται το υποτυπώδες πλαίσιο της σχολής. Η λειτουργία της Σχολής ξεκίνησε το ίδιο έτος. Με τον Νόμο της 19ης Φεβρουαρίου/2ης Μαρτίου 1834 ορίζονται ο σκοπός της Σχολής, οι υποχρεώσεις των μαθητών, οδηγίες για τον ιματισμό και τη διαμονή καθώς επίσης προσδιορίζονται το προσωπικό και η διδασκαλία. Με το διάταγμα «περί διοργανισμού του στρατιωτικού σχολείου Ευελπίδων» της 10ης/22ης Αυγούστου 1834 δημοσιεύεται ο νέος οργανισμός της Σχολής. Σκοπός της είναι «να χορηγεί εις νέους, έχοντας τας απαιτούμενας προπαιδευτικάς γνώσεις, τοιαύτα διδακτικά μέσα, ώστε εις διάστημα προσδιορισμένου χρόνου τεσσάρων ή οκτώ ετών, να είναι εις στάσιν να εμβαίνουν ως αξιωματικοί εις το στράτευμα» και να υπηρετούν σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό ή μηχανικό. Υπάρχουν εκατόν σαράντα μαθητές ανά έτος των οποίων η ηλικία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη. Οι μαθητές δίνουν γραπτές και προφορικές εξετάσεις προκειμένου να αποφοιτήσουν. Οι τρεις πρώτοι απόφοιτοι επιλέγουν το Σώμα στο οποίο θα υπηρετήσουν, οι υπόλοιποι διορίζονται κατά σειρά στο πυροβολικό και το μηχανικό σύμφωνα με τις ανάγκες της υπηρεσίας ενώ οι πλεονάζοντες κατατάσσονται στο πεζικό και το ιππικό. Εξαιτίας του στρατιωτικού κινήματος της 11ης Απριλίου 1846 η σχολή διαλύθηκε προσωρινά για να σχηματιστεί εκ νέου με τον Νόμο της 25ης Ιανουαρίου 1847. Σύμφωνα με αυτόν ο αριθμός των εκπαιδευόμενων από τα στρατιωτικά σώματα δεν θα υπερβαίνει τους εξήντα, η σχολή διαιρείται σε έξι τάξεις και στεγάζεται προσωρινά στον Πειραιά μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες επισκευής του πρώην ορφανοτροφείου στην Αίγινα. Για τα υπόλοιπα ίσχυαν οι κανονισμοί της Σχολής όπως αυτοί αποτυπώνονται στον Νόμο του Φεβρουαρίου του 1834.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ναυπλίου

Σύμφωνα με την έρευνα στο αρχειακό υλικό του Σώματος Μηχανικού (Τμήμα Οικοδομών) εργασίες στο νοσοκομείο Ναυπλίου (που βρισκόταν στην περιοχή ‘Τα πέντε αδέρφια’ στην Ακροναυπλία) γίνονταν από το έτος 1833 και εξής.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών

Σύμφωνα με την έρευνα στο αρχειακό υλικό του Σώματος Μηχανικού (Τμήμα Οικοδομών) το νοσοκομείο Αθηνών ιδρύθηκε το έτος 1834 ενώ τον Οκτώβριο του 1835 μεταστεγάστηκε σε νέο κτίριο.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Πατρών

Σύμφωνα με την έρευνα στο αρχειακό υλικό του Σώματος Μηχανικού (Τμήμα Οικοδομών) το νοσοκομείο Πατρών συστήθηκε το έτος 1834 και οι εργασίες κατασκευής του διήρκεσαν έως το 1836. Στο Διάταγμα «περί οργανισμού του στρατού ξηράς» της 13ης/25ης Ιανουαρίου 1836 ορίζεται η λειτουργία του νοσοκομείου Πατρών.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Άργους

Σύμφωνα με την έρευνα στο αρχειακό υλικό του Σώματος Μηχανικού (Τμήμα Οικοδομών) εργασίες στο νοσοκομείο Άργους γίνονται από το έτος 1834. Όπως σημειώνεται στο υλικό του φακέλου το νοσοκομείο συστάθηκε και διαλύθηκε το ίδιο έτος.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λαμίας

Στο Διάταγμα «περί οργανισμού του στρατού ξηράς» της 13/25ης Ιανουαρίου 1836 ορίζεται η ίδρυση του νοσοκομείου Λαμίας.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αιγίνης

Όπως φαίνεται στα έγγραφα του Σώματος Μηχανικού (Τμήμα Οικοδομών) το νοσοκομείο Αιγίνης ιδρύθηκε το έτος 1835.

Ανθρακωρυχείο Κύμης

Στο διάταγμα της 13ης/25ης Ιανουαρίου 1836 και συγκεκριμένα στο σημείο που αναφέρεται στο Σώμα Μηχανικού, προβλέπεται ότι οι Μηχανικοί του Σώματος μπορούν να εργάζονται στο ανθρακωρυχείο Κύμης. Στο ορυχείο και σε άλλα παρόμοια ‘καταστήματα’ απασχολούνται εργάτες του Λόχου Τεχνητών.

Γενικό ταμείο

Με το διάταγμα «περί οργανισμού των ταμείων» το 1834 σχηματίζονται τα δημόσια ταμεία: το γενικό, τα ταμεία των νομών και των επαρχιών και τα ειδικά. Το γενικό στελεχώνουν ταμίας, ελεγκτής, υπηρέτης και δύο συνεργοί. Αρμοδιότητές του ταμείου είναι να παραλαμβάνει τα χρήματα που περισσεύουν από τα υπόλοιπα ταμεία, να εισπράττει τα δημόσια εισοδήματα, να διαθέτει χορηγήσεις, να καλύπτει τα έξοδα της Επικρατείας, να διαχειρίζεται και να διαφυλάσσει το δημόσιο χρήμα.

Ταμείο ανδρικών συντάξεων

Υπάγεται στην κατηγορία των ειδικών ταμείων. Την 1η/13η Νοεμβρίου 1837 εγκρίνεται ο προσωρινός κανονισμός συντάξεων που θεσπίζεται για τη διαδικασία απονομής συντάξεων στους αξιωματικούς και τους υπαλλήλους του στρατού και της χωροφυλακής. Καθορίζεται έτσι ο χρόνος υπηρεσίας και οι περιπτώσεις απονομής σύνταξης πριν συμπληρωθούν τα απαιτούμενα έτη την συνταξιοδότηση. Με τον Νόμο «περί της συντάξεως του στρατού» την 19η Αυγούστου 1852 αποφασίζεται ότι δικαίωμα αποστρατείας έχουν όσοι έχουν συμπληρώσει τριάντα έτη υπηρεσίας στο στρατό, ενώ σε περιπτώσεις πολέμου ή αιχμαλωσίας τα έτη διπλασιάζονται. Ο χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται από το 17ο χρόνο ηλικίας του στρατιώτη. Επίσης, όσοι υπέστησαν ανίατα τραύματα κατά τη διάρκεια του Αγώνος ή εν ώρα υπηρεσίας έχουν δικαίωμα σύνταξης αποστρατείας. Συμπληρωματικός Νόμος του προηγουμένου δημοσιεύτηκε λίγες μέρες αργότερα, την 5η Σεπτεμβρίου 1852. Νόμοι για το ίδιο θέμα εκδόθηκαν μετέπειτα κατά τα έτη 1859 και 1861. Το 1861 συστήνεται το Ταμείο Αποστράτων και αναφέρονται τα καθήκοντα και οι εργασίες της επιτροπής του ταμείου, τα καθήκοντα των διοικούντων, οι εισπράξεις και τα έξοδα.

Ταμείο συντάξεων χηρών και ορφανών

Με το Διάταγμα «περί εκτελέσεως του περί παραχωρήσεως γαιών Νόμου» της 23ης Ιουνίου/5ης Ιουλίου 1834 ορίζεται ότι οι υπαξιωματικοί στρατού ξηράς και θαλάσσης που ήταν παλαιοί αγωνιστές μπορούν να πιστοποιήσουν την συμμετοχή τους στον Αγώνα με πιστοποιητικά υπογεγραμμένα από τον Δήμαρχο της περιοχής τους. Στα πιστοποιητικά θα αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, ηλικία, τόπος διαμονής καθώς και το ιστορικό υπηρεσία τους στο στρατό. Ο έπαρχος θα συντάξει κατάλογο ο οποίος θα προσυπογράφεται από τον νομάρχη. Διορίζεται μια επιτροπή στο Ναύπλιο που θα εξετάσει τα πιστοποιητικά. Δικαίωμα υποβολής των πιστοποιητικών και των δικαιωμάτων που θα προέκυπταν έχουν και οι χήρες των υπαξιωματικών.
Με τον Νόμο «περί σχηματισμού Επιτροπής δια τας παλαιάς εκδουλεύσεις» της 18ης Νοεμβρίου του 1845 συστήνεται επιτροπή για την εξέταση των αιτήσεων και την χορήγηση ‘σταθερού πόρου ζωής’ στις χήρες και στα ορφανά του Αγώνα. Δικαιώματα αποζημιώσεως έχουν και οι αγωνιστές των νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών όπως και τα στρατιωτικά σώματα Μεσολογγίου, Στερεάς Ελλάδος και Πελοποννήσου. Τα έγγραφα με τα συνημμένα δικαιολογητικά θα τα παραδίδει κάθε δικαιούχος στον διοικητή της περιοχής του και εκείνος θα τα υποβάλλει στο Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με τη σειρά του θα τα παραπέμπει στην επιτροπή.
Πρόβλεψη για δικαιώματα σύνταξης των χηρών και ορφανών των στρατιωτικών γίνεται και στο κεφάλαιο Δ΄ «περί συντάξεως χηρών και ορφανών» του Νόμου «περί του Νόμου της συντάξεως του Στρατού» της 19ης Αυγούστου 1852.
Το «περί εκτελέσεως των συντάξεων Διάταγμα» δημοσιεύτηκε την 5η Σεπτεμβρίου 1852. Πρόκειται για συμπληρωματικό Νόμο με επεξηγήσεις για τα ‘δικαιώματα σύνταξης χηρών και ορφανών των εν αποστρατεία στρατιωτικών και των αποβιωσάντων εν υπηρεσία στρατιωτικών’ δημοσιεύτηκε. Την 24η Ιανουαρίου 1853 δημοσιεύεται ο Νόμος «περί συστάσεως του Ταμείου χηρών και ορφανών», ο οποίος προέβλεπε την εξεύρεση και τον τρόπο κατανομής των πόρων, τους δικαιούχους καθώς και τα της διοίκησης του Ταμείου. Συγκεκριμένα τα κεφάλαια προέρχονται από:
α. την κράτηση μέρους του μισθού όλων των αξιωματικών,
β. τις καταβολές των εγγάμων αξιωματικών,
γ. τη διαφορά μισθού των τριών πρώτων μηνών στους προβιβαζόμενους αξιωματικούς, και
δ. δωρήματα- κληροδοτήματα, προορίζονται αποκλειστικά για την βοήθεια στις χήρες και τα ορφανά των στρατιωτικών, χορηγούνται κάθε μήνα και πληρώνονται στο τέλος κάθε τριμηνίας. Τα πρώτα δέκα έτη το ταμείο θα διαθέτει μόνο το είκοσι τοις εκατό του κεφαλαίου και των τόκων ενώ με το πέρας των δέκα ετών θα διαθέτει όλους τους τόκους και τα δύο τρίτα των ετησίων εσόδων του. Σύνταξη παίρνουν οι χήρες και τα ορφανά των αξιωματικών της γραμμής, της οροφυλακής και της χωροφυλακής, οι χήρες ως την ημέρα αποβίωσής τους και τα ορφανά έως ότου συμπληρώσουν το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους για τα αγόρια και ως το εικοστό πέμπτο για τα κορίτσια. Η μηνιαία βοήθεια προσδιορίζεται με βάση τον τελευταίο βαθμό στον οποίο έφτασε ο στρατιωτικός. Σε άλλο άρθρο του ίδιου Νόμου προσδιορίζεται ότι δικαίωμα σύνταξης έχουν οι χήρες και τα ορφανά των εν ενεργεία αξιωματικών και συνταξιούχων της φάλαγγας ενώ δύναται αντί της συντάξεως να τους δοθεί προικοδοτικό γραμμάτιο. Όσον αφορά στην διοίκηση του Ταμείου, ορίζεται ότι διοικείται από τριμελής επιτροπή-τον πρόεδρο και δύο μέλη-, η οποία αντικαθίσταται κατ’ έτος κατά σ

ΚορυφήΠΕΔΙΟ ΟΡΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ

Όροι πρόσβασης: Δεν υπάρχει περιορισμός στην πρόσβαση

Γλώσσα και γραφή τεκμηρίου: Γερμανικά, ελληνικά, γαλλικά

Εργαλεία έρευνας: Υπάρχει και έντυπο ευρετήριο του αρχείου

ΚορυφήΠΕΔΙΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ

Εντοπισμός πρωτοτύπων: Κεντρική Υπηρεσία Γ.Α.Κ.

Συμπληρωματικές πηγές / σχετικές ενότητες περιγραφής: Βλέπε επίσης το Αρχείο του Υπουργείου Στρατιωτικών (περίοδος Όθωνα) (PAO 007)

ΚορυφήΠΕΔΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ

Παρατηρήσεις και όνομα του/της αρχειονόμου: Η αρχειακή περιγραφή πραγματοποιήθηκε από την αρχειονόμο των ΓΑΚ-Κ.Υ. Θεανώ Ασπρογέράκα (Τμήμα Γενικού Ευρετηρίου)

Κανόνες ή πρότυπα περιγραφής: ΔΙΠΑΠ, έκδ.2η, 1999

Χρονολογία περιγραφής: 2009-2011

Πλοήγηση στα αρχεία

Όροι Πρόσβασης | Προσωπικά Δεδομένα